- μουσκεύω
- tremper
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μουσκεύω — μουσκεύω, μούσκεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μουσκεύω — (Μ μουσκεύω) διαβρέχομαι, διαποτίζομαι νεοελλ. 1. διαβρέχω, διαποτίζω 2. φρ. «τά μούσκεψα» απέτυχα από κακό χειρισμό, τά θαλάσσωσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχεύω «μεταφυτεύω παραφυάδα», με κώφωση τού ο σε ου . Η σημ. «υγραίνω, διαβρέχω» που έλαβε το … Dictionary of Greek
μουσκεύω — μούσκεψα, μουσκεύτηκα, μουσκεμένος 1. μτβ., διαβρέχω κάτι, εμποτίζω: Μούσκεψε το παξιμάδι στο γάλα. 2. αμτβ., βρέχομαι, εμποτίζομαι: Μούσκεψα από τον ιδρώτα. 3. φρ., «Τα μούσκεψα», αποτυχαίνω παταγωδώς, τα κάνω θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταμουσκεύω — μουσκεύω πάρα πολύ, διαβρέχω κάτι πάρα πολύ … Dictionary of Greek
τέγγω — Α 1. υγραίνω, μουσκεύω («τέγγε πλεύμονας οἴνῳ», Αλκ.) 2. υγροποιώ 3. πλένω («ἐν θαλάττῃ τέγγει τοὺς πόδας», Πλάτ.) 4. μτφ. α) προκαλώ τον οίκτο β) κηλιδώνω («οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον», Πίνδ.) 5. μέσ. τέγγομαι κλαίω, θρηνώ 6. φρ. α) «τέγγω δάκρυα [ή… … Dictionary of Greek
αμφιδιαίνω — ἀμφιδιαίνω (Μ) περιβρέχω, μουσκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + διαίνω «βρέχω, μουσκεύω»] … Dictionary of Greek
καταδιαίνω — (Μ) καταβρέχω, μουσκεύω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + διαίνω «μουσκεύω»] … Dictionary of Greek
μουλιάζω — 1. αφήνω κάτι στο νερό πολλή ώρα για να μαλακώσει και να καθαρίσει, διαβρέχω, μουσκεύω 2. διαποτίζομαι με νερό και μαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ammollare «μουσκεύω, μαλακώνω», ενώ κατ άλλους, από αμάρτυρο ιταλ. *molliare. Ο τ. συνδέεται με το… … Dictionary of Greek
μουσκίδι — το το αποτέλεσμα τού μουσκεύω, ολοκληρωτικό βρέξιμο («γίνομαι μουσκίδι» καταβρέχομαι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχίδιον, υποκορ. τού μόσχος (για τη σημ. τής λέξης βλ. μουσκεύω)] … Dictionary of Greek
συνδεύω — Α βρέχω, μουσκεύω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δεύω (Ι) «υγραίνω, μουσκεύω»] … Dictionary of Greek
άτεγκτος — η, ο (AM ἄτεγκτος, ον) (για πρόσωπα) άκαμπτος, σκληρόκαρδος, αμείλικτος νεοελλ. ανεπηρέαστος αρχ. αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς ἄτεγκτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τεγκτός < τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω, μαλακώνω»] … Dictionary of Greek